χαζολογάω

χαζολογάω
χαζολογάω (σπάν. χαζολογώ, παρατατ. συνήθως -ούσα), χαζολόγησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαζολογώ — και χαζολογάω χαζολόγησα, λέω χαζομάρες, λέω χαζές κουβέντες: Δεν έχει δουλειά και κάθεται και χαζολογάει όλη τη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”